Ο Γιός

Σενάριο



2009

1 – ΕΣΩΤ. / ΜΕΡΑ / ΣΑΛΟΝΙ

Ο πατέρας κάθεται στον καναπέ και διαβάζει εφημερίδα, η μητέρα μιλάει στο τηλέφωνο και ο  8χρονος γιος, ένα πολύ αδύνατο παιδάκι, κάθεται κάτω και παίζει με αυτοκινητάκια. Ενώ βλέπουμε την εικόνα, ακούμε  voice over τον γιο –μεγάλο πια- να  αφηγείται.

ΓΙΟΣ. Όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου αντί να μου απαντήσουν κατευθείαν σ’ αυτό που τους ρωτούσα, μου έλεγαν ένα σωρό ψεύτικες ιστορίες. Αλλά εγώ μικρός ήμουν, δεν ήμουν χαζός.

Ο γιος πλησιάζει τον πατέρα του και ακολουθεί διάλογος σύγχρονος με την εικόνα.

ΓΙΟΣ. Μπαμπά, που είναι ο παππούς;

Η μητέρα κλείνει το τηλέφωνο.

ΠΑΤΕΡΑΣ. (αφήνοντας την εφημερίδα και με τρυφερό ύφος) Ο παππούς είναι ψηλά ψηλά στον ουρανό και μας βλέπει από κει πάνω.

ΓΙΟΣ. Μπούρδες, ο παππούς πέθανε, το ξέρω. (voice over) Και μετά άρχιζαν να τσακώνονται.

ΠΑΤΕΡΑΣ. (στη γυναίκα του) Η μάνα σου τα λέει αυτά στο παιδί;

ΜΗΤΕΡΑ. Η δικιά μου; Δεν είσαι καλά... Η δικιά σου πετάει τα μαργαριτάρια συνήθως.

ΠΑΤΕΡΑΣ. Τη δικιά μου δεν την απασχολούσε πού ήταν ο πατέρας μου όσο ζούσε, τώρα θα την απασχολεί;

ΓΙΟΣ. (voice over) Και συνέχιζαν να τσακώνονται για ώρες μετά.

2 – ΕΣΩΤ. / ΜΕΡΑ / ΚΟΥΖΙΝΑ

Όλοι κάθονται στο τραπέζι. Ο πατέρας τρώει, η μητέρα προσπαθεί να πείσει τον γιο να φάει.

ΓΙΟΣ. (voice over) Άλλες φορές πάλι, για να με πείσουν να φάω, επιστράτευαν τηλεπαθητικές μεθόδους.

ΜΗΤΕΡΑ. Το ξέρεις ότι τα παιδάκια στην Αφρική δεν έχουνε να φάνε; Κι εσύ πετάς κάθε μέρα το φαγητό σου!

ΓΙΟΣ. Κι αν το φάω εγώ, θα χορτάσουνε και τα παιδάκια στην Αφρική;

ΜΗΤΕΡΑ. Κατά κάποιο τρόπο ναι. Θα σκέφτονται ότι τρώει ένα παιδάκι στην Ελλάδα και θα τους χορταίνει η σκέψη.

ΓΙΟΣ. Μάλλον δεν  ξέρουν την ύπαρξή μου τότε, γιατί πεθαίνουν χιλιάδες Αφρικανάκια κάθε μέρα.

ΠΑΤΕΡΑΣ. (έξαλλος) Τον ακούς; Η αδερφή σου του τα μαθαίνει αυτά.

ΜΗΤΕΡΑ. Η αδερφή μου ούτε που ξέρει πώς είναι τα παιδάκια στην Αφρική.

ΠΑΤΕΡΑΣ. Για τα παιδάκια δεν ξέρω, κάτι νταγλαράδες μαυριδέρους όμως μια χάρα τους ξέρει.

3 – ΕΣΩΤ. / ΜΕΡΑ / ΧΩΛ

Ο πατέρας στενοχωρημένος με μια βαλίτσα μπροστά στην πορτά, έτοιμος να φύγει. Η μητέρα στέκεται παράμερα θυμωμένη, φορώντας τη ρόμπα της και το παιδί τους κοιτάζει απορημέν).

ΓΙΟΣ. (voice over) Το χειρότερο, όμως τραύμα το έχω από τότε που χώρισαν οι γονείς μου.

ΓΙΟΣ. Μαμά, ο μπαμπάς γιατί φεύγει από το σπίτι, θα χωρίσετε;

ΜΗΤΕΡΑ. Άντε καλέ, που θα χωρίσουμε. Απλά ο μπαμπάς πρέπει να πάει ταξίδι με τη δουλειά του.

ΠΑΤΕΡΑΣ. Στην εφορία δουλεύω, πού να με στείλει ταξίδι η εφορία; Η μάνα σου αγόρι μου με διώχνει, δε με θέλει πια.

ΜΗΤΕΡΑ. Ας μην είχες γκόμενα, να μη σ’ έδιωχνα.

ΓΙΟΣ. Μαμά, τι είναι η γκόμενα;

ΠΑΤΕΡΑΣ. Ορίστε, κάθεσαι και μαθαίνεις τέτοιες κουβέντες στο παιδί!

ΓΙΟΣ. Τι είναι η γκόμενα;

ΜΗΤΕΡΑ. Για απάντησε τώρα να σε δω.

ΓΙΟΣ. (voice over) Αλλά ο μπαμπάς δεν απάντησε ποτέ.

4 – ΕΣΩΤ. / ΒΡΑΔΥ / ΣΑΛΟΝΙ

Ο γιος γύρω στα 35-40 κάθεται στον καναπέ διαβάζοντας εφημερίδα και πλάι του ο δικός του γιος –γιος β΄ θα αναφέρεται- γύρω στα 8 στρουμπουλός, να παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια με την παιχνιδομηχανή του, τρώγοντας παράλληλα κι ένα χάμπουργκερ.

ΓΙΟΣ. (voice over) Πάντοτε πίστευα, ότι στα παιδιά πρέπει να λες την αλήθεια. Με τη γυναίκα μου χωρίσαμε κι εμείς, όπως και οι δικοί μου. Τα σαββατοκύριακα συνήθως μου τον έφερνε σπίτι μου η μαμά του. Στον γιο μου είχα αποφασίσει να λέω την αλήθεια σε ό,τι κι αν με ρωτούσε...  μέχρι εκείνο το σαββατόβραδο.

ΓΙΟΣ Β΄. (σταματάει να παίζει και σκουντάει τον πατέρα του) Μπαμπά έχεις γκόμενα;

ΓΙΟΣ. (αφήνοντας θορυβημένος την εφημερίδα του) Ποιος σου μαθαίνει αυτές τις κουβέντες;

ΓΙΟΣ Β΄. Η μαμά μού είπε, ότι χωρίσατε, γιατί έχεις γκόμενα. Η γκόμενα λέει είναι μια αρρώστεια που την παθαίνουν οι παντρεμένοι μετά από λίγα χρόνια. Θα γίνεις καλά από αυτή την αρρώστια;

ΓΙΟΣ. Μου δίνει ο γιατρός μια αγωγή που ακολουθώ, πιστεύω να το ξεπεράσω.

ΓΙΟΣ Β΄. Ωραία. Μπαμπά, να σε ρωτήσω και κάτι άλλο;

ΓΙΟΣ. Ρώτα και ο Θεός βοηθός.

ΓΙΟΣ Β΄. Ο δικός σου ο μπαμπάς υπάρχει;

ΓΙΟΣ. Κατά μία έννοια... ευρεία...

ΓΙΟΣ Β΄. Και πού είναι; Στους φίλους μου ο παππούς τους δίνει κάθε τόσο χαρτζηλίκι. Εμένα γιατί δε μου δίνει, δε μ’ αγαπάει;

ΓΙΟΣ (βγάζοντας από την τσέπη ένα χαρτονόμισμα των 10 ευρώ) Άντε καλέ που δε σ’ αγαπάει. Να μου ’δωσε αυτό να σου το δώσω.

ΓΙΟΣ Β’. Κι εκείνος που είναι;

ΓΙΟΣ (μικρή παύση) Είναι ψηλά ψηλά στον ουρανό και μας βλέπει από κει πάνω.

ΓΙΟΣ Β΄. Ααα... Μπαμπά να σου πω, πείνασα, να παραγγείλουμε καμιά πίτσα;

ΓΙΟΣ. Πού να το φανταζόμουν; Εμένα με κυνήγαγαν να φάω κι εσένα... Λοιπόν, υπάρχουνε κάτι παιδάκια στην Αφρική, που δεν έχουν να φάνε. Άμα αφήσουμε εμείς καμιά πίτσα αφάγωτη μπορεί να περισσέψει κανά κομματάκι και γι’ αυτά. Κατάλαβες;

ΓΙΟΣ Β΄. Και τι, από τη δική μου πίτσα πρέπει να πάρουν το κομματάκι; Ας πάρουν καμιά πίτσα από τη χώρα τους. (σηκώνεται και πάει προς το τηλέφωνο) Παραγγέλνω,ε;

ΓΙΟΣ. (απογοητευμένος) Παράγγειλε.

5 – ΕΣΩΤ. / ΒΡΑΔΥ / ΣΑΛΟΝΙ

(Πατέρας και γιος τρώνε την πίτσα που πριν λίγο έχει φτάσει)

ΓΙΟΣ. (με voice over) Πάντως εγώ παραμένω υπέρμαχος της αλήθειας. Φαίνεται, όμως, ότι η αλήθεια δεν τα πάει και πολύ καλά με τους μπαμπάδες. Έχω συμβιβαστεί πια με την ιδέα.

Οι ερωταπαντήσεις ακολουθούν παρουσιάζονται με jump cut, παρουσιάζονται ουσιαστικά ως τρία διαφορετικά ενσταντανέ.

ΓΙΟΣ Β΄. Μπαμπά τα ψάρια πώς αναπνέουν;

ΓΙΟΣ. Βάζουν αναπνευστήρα.

ΓΙΟΣ Β΄. Τι είναι αυτό το αλτσχάιμερ πού έχει η μαμά της μαμάς;

ΓΙΟΣ. Η τιμωρία της για ό,τι μου έχει κάνει.

ΓΙΟΣ Β΄. Και τα παιδιά; Πώς γίνονται;

ΓΙΟΣ. Το θέμα δεν είναι πώς γίνονται. Είναι αφού γίνουν τί τα κάνεις μετά.



ΤΕΛΟΣ