Εβίβα!

Σενάριο

ΣΚΗΝΗ 1. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ/ΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ
Ένα καλοκαιρινό πρωινό ο Βασίλη, 60 περίπου χρονών, οδηγεί το αυτοκίνητό του σε έναν δρόμο με πολύ κίνηση. Φοράει ένα υφασμάτινο παντελόνι, ένα λουλουδιστό πουκάμισο, καβουράκι και μαύρα γυαλιά.

ΣΚΗΝΗ 2. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΜΠΑΝΙΟ/ΜΕΡΑ
Ο Άρης, επίσης 60 περίπου χρονών, φορώντας φανέλα ξυρίζεται μπροστά στον καθρέφτη.

ΣΚΗΝΗ 3. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ/ΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ
Ο Βασίλης κολλημένος στην κίνηση, χαμογελάει με νόημα σε μια νεαρή που περπατάει στο πεζοδρόμιο.

ΣΚΗΝΗ 4. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΜΠΑΝΙΟ/ΜΕΡΑ
Ο Άρης πάντα μπροστά στον καθρέφτη , έχοντας φορέσει λευκό πουκάμισο, δένει σφιχτά μια μαύρη γραβάτα.

ΣΚΗΝΗ 5. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ/ΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ
Ο Βασίλης έχει σταματήσει μπροστά στο σπίτι του Άρη, ο οποίος  μπαίνει με δυσκολία στο αυτοκίνητο, καθώς έχει νάρθηκα στο δεξί του πόδι και κρατάει και πατερίτσα. Φοράει μαύρο κουστούμι, λευκό πουκάμισο και μαύρη γραβάτα. Μπαίνει και κλείνει την πόρτα.
ΒΑΣΙΛΗΣ. (γελώντας) Πώς το κονόμησες αυτό ρε μαλάκα;
ΑΡΗΣ. Ανέβαζα τα μάλλινα στο πατάρι και στραβοπάτησα στη σκάλα. Τόσο αστείο σου φαίνεται; Τα μούτρα σου ρε τα είδες; Πώς είσαι έτσι ντυμένος;
ΒΑΣΙΛΗΣ. Ο Περικλής θα ήθελε να είμαστε χαρούμενοι αυτή τη μέρα!
ΑΡΗΣ. Στην κηδεία του πάμε, όχι στη γιορτή του. Σαν καρνάβαλος είσαι το ξέρεις;
ΒΑΣΙΛΗΣ. (καθώς βάζει μπρος) Άσε μας ρε κοράκι!

ΣΚΗΝΗ 3. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ/ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ/ΜΕΡΑ
Καθώς είναι καθ’ οδόν.
ΑΡΗΣ. Στην άλλη άκρη του κόσμου έπρεπε να κάνει την κηδεία του κι αυτός.
ΒΑΣΙΛΗΣ. Ήθελε στο χωριό του ο άνθρωπος, τι θες τώρα;
ΑΡΗΣ. Εγώ ταλαιπωρούμαι. Αυτός και στην Κίνα να τον πηγαίναμε το ίδιο θα του ήταν.
ΒΑΣΙΛΗΣ. Απόλαυσε ρε γρουσούζη τη διαδρομή. Διακοπές έχουμε, ωραία μέρα είναι, κάνουμε και την εκδρομή μας. Γι’ αυτό δε γίναμε φιλόλογοι ρε; Για να καθόμαστε τρεις μήνες το καλοκαίρι συν Χριστούγεννα – Πάσχα.
ΑΡΗΣ. Είχες υψηλές αξίες πάντα. Είχες πάει ποτέ εσύ στο χωριό του;
ΒΑΣΙΛΗΣ. Μόνο τις γκόμενες πήγαινε.
ΑΡΗΣ. Άσωτος. Γυναίκες, ποτά. Όλο καταχρήσεις ήταν. Ήθελε και να τη γλιτώσει με τέτοια ζωή;
ΒΑΣΙΛΗΣ. Αγόρι μου, έζησε ωραία ο Περικλής! Και ξέρεις γιατί; Γιατί ήξερε ότι θα πεθάνει. Όχι σαν κι εμάς... Φχαριστηθήκαμε τίποτε εμείς στη ζωή μας;
ΑΡΗΣ. Καλά... (χτυπάει το κινητό του, το σηκώνει) Έλα Μαράκι μου, όχι δε φτάσαμε ακόμα. Ε, ξέρω εγώ σε καμιά ώρα. Παράθυρα και ασημικά κάνε μόνο. Σκούπα θα βάλω εγώ, όταν έρθω. Έλα γεια. Τι κοιτάς, ρε; Έχουμε γενική σήμερα.
ΒΑΣΙΛΗΣ. Πάντα τακτικός ο έλεγχος, ε; Α, ρε καημένε...
ΑΡΗΣ. Εγώ έχω γυναίκα και με παίρνει και τηλέφωνο, δε με παράτησε... (Ο Βασίλης δείχνει να στενοχωριέται, ο Άρης καταλαβαίνει ότι τον προσέβαλε) Συγγνώμη... (ο Βασίλης χαμογελάει πικρά) Ξέρεις τον δρόμο;
ΒΑΣΙΛΗΣ. Ναι μωρέ... Εδώ πιο κάτω κάνει μια διχάλα  κι εμείς θα πάρουμε τον πάνω δεξιά.
ΑΡΗΣ. Πήγαινε όμως πιο σιγά, για να προλάβουμε να τον πάρουμε, ε;
ΒΑΣΙΛΗΣ. Σταμάτα ρε γκρίνια.
ΑΡΗΣ. Θυμήθηκες στα γεράματα να κάνεις τον Σουμάχερ. Πιο σιγά ρε Βασίλη!
ΒΑΣΙΛΗΣ. Αρούλη, ας έπαιρνες εσύ αυτοκίνητο να πήγαινες με όση ταχύτητα ήθελες. Αλλά σ’ αφήνουν τα καβούρια;
ΑΡΗΣ. Πώς να οδηγήσω εγώ ρε μαλάκα με το πόδι;
ΒΑΣΙΛΗΣ. Σε θυμάμαι κι απ’ τις καλές μερές τι ανοιχτοχέρης που ήσουν...

ΣΚΗΝΗ 4. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ/ΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ
Καθώς τσακώνονται χωρίς να το καταλάβουν βλέπουμε το αυτοκίνητο να παίρνει τον κάτω αριστερά δρόμο, αντό για τον επάνω δεξιά που έπρεπε.
ΑΡΗΣ. Κι εσύ κι ο Περικλής τις ίδιες μαλακίες λέγατε μια ζωή. Θα σου πληρώσω τη μισή βενζίνη ρε συκοφάντη!
ΒΑΣΙΛΗΣ. Όλη θα σε βάλω να την πληρώσεις.
ΑΡΗΣ. Τη μισή.
ΒΑΣΙΛΗΣ. Τη μισή και τα διόδια της επιστροφής, έκλεισε;

ΣΚΗΝΗ 5. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ/ΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ
Ο Βασίλης και ο Άρης έχουν κατέβει από το αυτοκίνητο, το οποίο έχουν σταθμεύσει παράμερα σε έναν επαρχιακό δρόμο. Ο Βασίλης προσπαθεί να βρει σήμα για να πάρει τηλέφωνο, ο Άρης ακουμπισμένος με την πλάτη στο αυτοκίνητο σκουπίζει τον ιδρώτα του.
ΑΡΗΣ. Ήξερες και τον δρόμο ηλίθιε.
ΒΑΣΙΛΗΣ. Εσύ φταις με τη  μουρμούρα σου, με αποσυγκέντρωσες και το ’χασα. Πουθενά δεν έχει σήμα εδώ ρε γαμώτο;
ΑΡΗΣ. Και δεν έχεις ούτε χάρτη ούτε gps…
ΒΑΣΙΛΗΣ. Μια φορά το χρησιμοποιήσα και τράκαρα.
ΑΡΗΣ. Ούτε το μνημόσυνο δε θα προλάβουμε έτσι όπως το πάμε.
ΒΑΣΙΛΗΣ. (καθώς κατευθύνεται προς το αυτοκίνητο) Ε πάμε εδώ πιο κάτω, κάποιον χριστιανό θα βρούμε να ρωτήσουμε.

ΣΚΗΝΗ 6. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ/ΠΛΑΤΕΙΑ ΧΩΡΙΟΥ/ΜΕΡΑ
Ο Βασίλης και ο Άρης μόλις έχουν κατέβει από το αυτοκίνητο και κινούνται προς το καφενείο της πλατείας του χωριού. Τόσο η πλατεία όσο και το καφενείο είναι άδειο. Βγαίνει από το εσωτερικό του καφενείου ο ιδιοκτήτης.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Τι γυρεύουν οι ξένοι;
ΒΑΣΙΛΗΣ. Καλησπέρα! Χαθήκαμε αφεντικό. Ψάχνουμε το Οινοχώρι.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Το Οινοχώρι; Κι ήρθατε από εδώ; Μεγάλη επιπολαιότις!
ΒΑΣΙΛΗΣ. Δεν είμαστε κοντά, ε;
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Εξαρτάται ποιον δρόμο θα πάρετε.
ΑΡΗΣ. Όποιον να ’ναι παίρνουμε. Άνθρωπέ μου βιαζόμαστε, έχουμε μια κηδεία να προλάβουμε.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Στις κηδείες και ν’ αργήσεις το αποτέλεσμα το ίδιο θα  ’ναι. Στους γάμους να τρέχεις, μπας και προλάβεις να σώσεις κανά «μελλοθάνατο» (γελάει μόνος του). Καθίστε να σας κεράσω ένα τσίπουρο και θα σας πάω εγώ μετά από τον γρήγορο δρόμο.
Ο Άρης πάει να πει όχι, ο Βασίλης τον προλαβαίνει.
ΒΑΣΙΛΗΣ. Ε, για λίγο. Μην τον προσβάλουμε. (Περπατάει προς το μέρος του καφετζή. Ο Άρης δυσανασχετώντας τον ακολουθεί).

ΣΚΗΝΗ 7. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ/ΚΑΦΕΝΕΙΟ/ΜΕΡΑ
Ο Βασίλης και ο καφετζής πίνουν συνέχεια και έχουν μεθύσει. Ο Άρης κάθεται δυσαρεστημένος κοιτώντας το ρολόι του και πίνει μια πορτοκαλάδα.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. (γεμίζει τα ποτήρια) Άλλο ένα, άλλο ένα.
ΒΑΣΙΛΗΣ. Τελευταίο όμως, ε;
ΑΡΗΣ. Τι τελευταίο ρε παιδιά; Έχει περάσει η ώρα.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Εβίβα! (τσουγκρίζουν όλοι, ο Άρης με την πορτοκαλάδα – προς τον Άρη) Μα δεν ξέρεις τι χάνεις!
ΑΡΗΣ. Ευχαριστώ, αλλά το αποφεύγω το μεσημέρι. Με πειράζει στο κεφάλι.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Α, αυτό είναι ελαφρύ. Δεν καταλαβαίνεις τίποτα.
ΒΑΣΙΛΗΣ. Έχει δίκιο ο κύριος...
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Ανέστης.
ΒΑΣΙΛΗΣ. Ανέστης! Κι εγώ τώρα δεν καταλαβαίνω τίποτα! Εβίβα! (τσουγκρίζουν)
ΑΡΗΣ. (σηκώνεται) Καλή η παρέα σας κύριε Ανέστη, αλλά όπως σας είπαμε έχουμε έναν σκοπό. Βασίλη να πηγαίνουμε;
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Α, εγώ θα σας πάω τα ’παμε αυτά!
ΒΑΣΙΛΗΣ. (τρεκλίζοντας και χαζογελώντας) Η αλήθεια είναι πως μάλλον καλύτερο είναι να μην οδηγήσω στην κατάστασή μου.
ΑΡΗΣ. (δυσανασχετώντας και δείχνοντας το πόδι του) Και δε μπορώ κι εγώ...
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Εμένα ρε παιδιά, ένα περιέργο πράγμα, όσο και να πιω δε με πιάνει! (σηκώνεται με δυσκολία) Πάμε! Στο πι και φι θα φτάσουμε!

ΣΚΗΝΗ 8. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ/ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ/ΜΕΡΑ
Ο καφετζής οδηγεί το αγροτικό κάπως επικίνδυνα, τσούζουν τα μάτια του και χασμουριέται, ο Βασίλης κοιμάται πάνω στον ώμο του Άρη, ο Άρης στριμωγμένος με το πόδι με το νάρθηκα πάνω στο παρμπριζ και με την πατερίτσα αγκαλιά κοιτάει το εσωτερικό του αγροτικού και κρατάει τη μύτη του δείχνοντας ότι του βρομάει.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Από καρδιά είπες πήγε ο φίλος σας, ε;
ΑΡΗΣ. Ναι. Κι έτσι όπως οδηγείτε θα πάω κι εγώ.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. (παίρνοντας απότομα μια στροφή) Είναι επικίνδυνη αυτή η στροφή. Προ τριετίας δεν είχα φύγει και με μαζεύανε...
ΑΡΗΣ. Κι είπατε να θυμηθούμε τα παλιά;
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Ε, ρε τι σου είναι ο άνθρωπος... Από καρδιά έχασα κι εγώ τη μανούλα μου. (αρχίζει να κλαίει) Α ρε κυρα-Παναγιώτα...
ΑΡΗΣ. Αφήστε την κυρα-Παναγιώτα στην ησυχία της, μην πάμε να τη βρούμε μια ώρα αρχίτερα.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Δεν την ήξερες εσύ τη λεβεντογυναίκα ήταν... Και μια μέρα τσουπ! Πάει! Α ρε κυρα-Παναγιώτα (συνεχίζει και κλαίει) Πιάσε μου ένα χαρτομάντηλο εκεί δίπλα σου τα ’χω.
ΑΡΗΣ. Αφήστε εσείς θα το βρω εγώ.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. (κοιτώντας προς το μέρος του Άρη) Τα βρήκες;
ΑΡΗΣ. (ψάχνοντας) Μα κοιτάτε εσείς τον δρόμο μη σκοτωθούμε... Κυρ-Ανέστη προσέξτε!
Ο καφετζής κάνει έναν απότομο ελιγμό και βγαίνουν από τον δρόμο.

ΣΚΗΝΗ 9. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ/ΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ
Το αγροτικό ριγμένο έξω από τον δρόμο. Ο καφετζής, ο Βασίλης και ο Άρης βγαίνουν κακήν κακώς. Πιο πέρα στέκεται ένα γαϊδούρι με σανό με μια γυναίκα επάνω.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Ρε συμπεθέρα, μας γκρέμισες.
ΑΡΗΣ. Τι φταίει και η γυναίκα τώρα, τέλος πάντων.
ΒΑΣΙΛΗΣ. Ρε παιδιά που είμαστε;
ΑΡΗΣ. Άσε που να σου εξηγούμε τώρα κι εσένα...
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Συμπεθέρα οι ξένοι πάνε στο Οινοχώρι σε μια κηδεία.
ΑΡΗΣ. Προς το παρόν, φίλου... (βγάζει το κινητό του και προσπαθεί να βρει σήμα)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Τους πήγαινα εγώ, αλλά έτσι που μου το κατήντησες το αυτοκίνητο δεν προχωράει. Τι θα τους κάνουμε;
ΑΡΗΣ. (ψάχνοντας να βρει σήμα) Μα πουθένα στην περιοχή δεν έχετε σήμα;
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Τον τελευταίο χειμώνα με τα χιόνια την πήρε και τη σήκωσε την κεραία.
ΑΡΗΣ. Θα έχει ανησυχήσει και η γυναίκα μου τόση ώρα που έχω να της μιλήσω.
ΓΥΝΑΙΚΑ. Να τους πάω σπίτι συμπέθερε κι από κει να φωνάξω τον γιο μου να τους πάει.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Άιντε μπράβο! Να δω τι θα κάνω με το ρημάδι κι έρχομαι κι εγώ.

ΣΚΗΝΗ 10. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ/ΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ
Ο Άρης πάνω στον γάιδαρο με την πατερίτσα, η γυναίκα τραβάει τον γάιδαρο, ο Βασίλης παραπατώντας ακολουθεί.
ΑΡΗΣ. Ωραία τα κατάφερες, ε;
ΒΑΣΙΛΗΣ. Πώς κάνεις έτσι μωρέ, θα φτάσουμε.
ΑΡΗΣ. Τέτοια ώρα θα έχουν φάει και την ψαρόσουπα.
ΒΑΣΙΛΗΣ. Πλάκα δεν έχει όμως;
ΑΡΗΣ. Δε με βλέπεις; Κοντεύω να κατουρηθώ.
ΒΑΣΙΛΗΣ. Καλά, ε; Μου θυμίζει την πενθήμερη στη Ρόδο. Θυμάσαι που ανεβαίναμε στο κάστρο με τα γαϊδουράκια;
ΑΡΗΣ. Αλησμόνητο μου έχει μείνει.
ΒΑΣΙΛΗΣ. Πάλι εσύ καθόσουν όμως.
ΑΡΗΣ. Αφού είχα πυρετό ρε.
ΒΑΣΙΛΗΣ. Σιγά μη δεν είχες κάτι. (στραβοπατάει)
ΑΡΗΣ. Κοίτα μη σκοτωθείς! Ακόμα δεν έχεις ξεσουρώσει. Αξιολύπητος είσαι!
ΓΥΝΑΙΚΑ. Θα του κάνω σπίτι έναν ελληνικό σκέτο, θα ’ρθει να γιάνει.

ΣΚΗΝΗ 11. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΤΡΑΠΕΖΑΡΙΑ/ΜΕΡΑ
Ο Άρης μιλάει στο τηλέφωνο με τη γυναίκα του, ενώ ο Βασίλης πίνει καφέ.
ΑΡΗΣ. Ναι, Μαρία μου θα ’ρθουμε το συντομότερο. Θα σε πάρω, θα σε πάρω εγώ ναι. Έλα γεια. (το κλείνε και πάει και κάθεται δίπλα στον Βασίλη) Τι έγινε, συνήλθες εσύ;
ΒΑΣΙΛΗΣ. Τα τελευταία 20 χρόνια μόνο σε κηδείες συναντιόμαστε, το έχεις συνειδητοποιήσει; Με παράτησε η Σοφία και δε με πήρες ένα τηλέφωνο. Αν δεν στο ’λεγε ο Περικλής ακόμα σήμερα και δε θα το ήξερες.
ΑΡΗΣ. Είχαμε στο σπίτι διάφορα τότε. Ήταν και τα παιδιά μικρά.
ΒΑΣΙΛΗΣ. (μικρή παυση) Κατά βάθος σε ζηλεύω. Που έχεις οικογένεια. Ξέρεις, δε φοβάμαι μήπως πεθάνω. Φοβάμαι μήπως πεθάνω μόνος μου.
ΑΡΗΣ. Έλα μωρέ Βασίλη, ωραία συζήτηση άνοιξες.
Έρχεται η γυναίκα.
ΓΥΝΑΙΚΑ. Σας έφερα κι ένα γλυκό του κουταλιού. Σύκο. Δικό μου, ε;
ΒΑΣΙΛΗΣ. Α, χρυσοχέρα είστε!
ΑΡΗΣ. Ευχαριστούμε πολύ, αλλά εγώ δεν κάνει να το φάω. Έχω κάτι κοιλιακά από χτες.
ΒΑΣΙΛΗΣ. Αμάν ρε, ταύρος είσαι!
(Έρχεται ο καφετζής και ο γιος της γυναίκας)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Λεβέντες ήρθαμε! Άντε σηκωθείτε. Κι έφερα κι ένα μπουκάλι τσιπουράκι για τον δρόμο!
ΑΡΗΣ. Α, όχι άλλο να χαρείτε!
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Ε, πάρτε το μαζί σας.
Ο Βασίλης τρώει μια κουταλιά από το γλυκό και σηκώνεται.

ΣΚΗΝΗ 12. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ/ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ/ΜΕΡΑ
Ο γιος της γυναίκας οδηγεί, δίπλα του ο Καφετζής, στο πίσω κάθισμα ο Βασίλης και ο Άρης.

ΣΚΗΝΗ 13. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ/ΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ
Έχουν σταυθμεύσει στον δρόμο πάνω από το νεκροταφείο. Βγαίνουν όλοι από το αυτοκίνητο. Ο Βασίλης κρατάει το μπουκάλι που τους έδωσε στο σπίτι ο καφετζής.  Χτυπάει το κινητό του Άρη.
ΒΑΣΙΛΗΣ. Εδώ βρήκε;
ΚΑΦΕΤΖΗΣ. Είναι ψηλά εδώ και δεν κόβουν τα βουνά.
Πάνω που  ο Άρης το έχει βγάλει από την τσέπη του, ο Βασιλής του το βουτάει από το χέρι και του το κλείνει. Ο Άρης δυσανασχτεί, αλλά το βάζει πάλι στην τσέπη του.

ΣΚΗΝΗ 14. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ/ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ/ΜΕΡΑ
Ο Βασίλης και ο Άρης στέκονται πάνω από τον τάφο του Περικλή, που είναι καλυμμένος από χώμα και λουλούδια. Κοιτάζουν τον τάφο, έπειτα μεταξύ τους κι έπειτα το τοπίο. Ο Βασίλης παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ανοίγει το μπουκάλι, κάνει κάτι σαν «στην υγειά σου» προς τον τάφο και πίνει μια γουλιά. Το δίνει στον Άρη, που κοιτώντας με ένα πικρό χαμόγελο το παίρνει και πίνει κι εκείνος μια γουλιά κι έπειτα χύνει λίγο τσίπουρο πάνω στον τάφο.

ΤΕΛΟΣ