Γης μαδιάμ

Σενάριο

ΣΚΗΝΗ 1. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΤΡΑΠΕΖΑΡΙΑ/ΒΡΑΔΥ
Ο Πατέρας, η Μητέρα, η Γιαγιά και ο Γιος κάθονται και τρώνε.
ΠΑΤΕΡΑΣ. Ζούμε φιλοξενούμενοι στο ίδιο μας το σπίτι.
ΓΙΑΓΙΑ. Εγώ σήμερα πάλι δεν ενεργήθηκα.
ΠΑΤΕΡΑΣ. Αυτός ο άνθρωπος μπορεί να μας πετάξει έξω από μέρα σε μέρα. Έχει περάσει μήνας.
ΓΙΑΓΙΑ. Πέμπτη μέρα σήμερα, δεν είναι φυσιολογικό.
ΠΑΤΕΡΑΣ. Από την καλή του την καρδιά ή κι εγώ δεν ξέρω για ποιον άλλο λόγο μας αφήνει. Του ανήκει πλέον και το σπίτι κι όλα εδωμέσα.
ΓΙΑΓΙΑ. Ούτε ένα δάνειο δε μπορούσατε να πληρώσετε...
ΜΗΤΕΡΑ. Τα μάλλια του μικρού έχουν μακρύνει. Να σου τον φέρω αύριο μετά το σχολείο να του τα πάρεις λίγο;
ΠΑΤΕΡΑΣ. Θα μου δώσει κανείς σημασία;
ΓΙΟΣ. Δε θέλω να φάω άλλο. (κάνει πίσω την καρέκλα και σηκώνεται)

ΣΚΗΝΗ 2. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΣΑΛΟΝΙ/ΒΡΑΔΥ
Η τηλεόραση ανοιχτή. Ο Πατέρας διαβάζει εφημερίδα. Η Γιαγιά καθαρίζει ένα ακτινίδιο και βλέπει τηλεόραση. Η Μητέρα μαζεύει τα πιάτα, ο Γιος μπροστά στη βιτρίνα κοιτάζει μέσα τα σοκολατάκια
ΓΙΟΣ. (Προς τη Μητέρα) Μαμά να φάω ένα σοκολατάκι.
ΜΗΤΕΡΑ. Έχεις φάει πολλά σήμερα, φτάνει.
Ο Γιος πάει και κάθεται ανόρεχτα δίπλα στον Πατέρα. Χτυπάει το κουδούνι τη πόρτας, κοιτάζονται μεταξύ τους δίχως να σηκώνεται κανείς. Έρχεται η Μητέρα από την κουζίνα σκουπίζοντας με μια πετσέτα τα χέρια της, κοντοστέκεται, τους κοιτάει και πάει προς την πόρτα να ανοίξει. Ανοίγει και μπαίνει ο Άντρας (αυτός που του ανήκει το σπίτι) φορώντας καβουράκι, καμπαρντίνα, από μέσα κουστούμι και γραβάτα, έχει κρεμασμένο στο δεξί του χέρι μια μακριά ομπρέλα, κρατάει ένα μπουκέτο λουλούδια και με το αριστέρο χέρι κρατάει μια βαλίτσα.
ΜΗΤΕΡΑ. (δείχνοντας να τον γνωρίζει) Α, καλησπέρα...
ΑΝΤΡΑΣ. Ελπίζω να μη σας πετυχαίνω σε ακατάλληλη στιγμή.
ΜΗΤΕΡΑ. Ό,τι είχαμε φάει.
ΑΝΤΡΑΣ. (προχωράει προς το σαλόνι) (προς τη γιαγιά) Μην ενοχλείστε. (κάθεται, ενώ τον κοιτάνει όλοι σαστισμένοι) Γεια σου μικρέ! Βάλτε τα λουλούδια μου σ’ ένα βάζο σας.
ΜΗΤΕΡΑ. (καθώς παίρνει τα λουλούδια) Να σας προσφέρω κάτι;
ΑΝΤΡΑΣ. Είμαι φαγωμένος, ευχαριστώ. Λοιπόν, καλά είστε; Ξέρετε... άφησα το σπίτι που έμενα. Ε και εφόσον αυτό μού ανήκει πια... (κοιτώντας γύρω γύρω) Δεν έχω δει και τα πράγματα. Δεν ήθελα να τα πάρει άλλος στον πλειστηριασμό. Πιστεύω πως τα πράγματα ανήκουν στον χώρο τους.
Η μητέρα φέρνει το μπωλ με τα σοκολατάκια, του προσφέρει, αρνείται με ένα νεύμα.
ΠΑΤΕΡΑΣ. (διαστακτικά) Εε, ακόμα δεν έχουμε βρει πού να πάμε...
ΑΝΤΡΑΣ. Ελάτε, ελάτε μην αισθάνεστε άσχημα. Ούτε ο πρώτος είστε ούτε ο τελευταίος. Απλά κάπου πρέπει να μείνω κι εγώ, καταλαβαίνετε, ε;

ΣΚΗΝΗ 3. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ/ΒΡΑΔΥ
Ο Πατέρας και η Μητέρα είναι ξαπλωμένοι και μιλάνει ανήσυχοι ψιθυριστά.
ΠΑΤΕΡΑΣ. Μα είναι λύση να μείνουμε με έναν ξένο;
ΜΗΤΕΡΑ. Στη μητέρα σου δε μπορούμε να μείνουμε για λίγο;
ΠΑΤΕΡΑΣ. Αφού είναι ακόμα εκεί ο αδέρφος μου με την οικογένειά του.
ΜΗΤΕΡΑ. Στο κουρείο μας βλέπω να καταλήγουμε.
ΠΑΤΕΡΑΣ. Στην αδερφή της μάνας σου δε χωράμε;
ΜΗΤΕΡΑ. Στη γκαρσονιέρα;

ΣΚΗΝΗ 4. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΚΟΥΖΙΝΑ/ΜΕΡΑ
Ο Άντρας κάθεται στο τραπέζι πίνει καφέ και έχει βγάλει πάνω στο τραπέζι όλα τα μπισκότα, κριτσίνια, ψωμιά και όλα όσα μπορούσε να φάει. Τα ντουλάπια και τα συρτάρια είναι ανοιχτά και ανάκατεμμένα, δείγμα ό,τι τα έχει ψάξει. Μπαίνει η Μητέρα και βλέπει την κατάσταση της κουζίνας και τον Άντρα να τρώει.
ΜΗΤΕΡΑ. (σαστισμένη) Καλημέρα...
ΑΝΤΡΑΣ. Καλημέρα. Έχετε πολλές ελλείψεις στο νοικοκυριό σας, ε; Κι από την άλλη τόσα περιττά πράγματα. Μη σας κάνει εντύπωση που σας το λέω. Πρέπει να κάνετε μερικές προμήθειες και σήμερα ην δυνατόν.
ΜΗΤΕΡΑ. Ναι, αν προλάβω...
ΑΝΤΡΑΣ. Ελάτε, ελάτε δε σας μαλώνω. Μια συμβουλή σας δίνω.
Η Μητέρα βγάζει από το ψυγείο ψωμί και φέτες του τοστ και πάει να βάλει στην πρίζα την τοστιέρα.
ΑΝΤΡΑΣ. (ανήσυχος) Μη μου πείτε ότι ετοιμάζεστε να χρησιμοποιήσετε την τοστιέρα.
ΜΗΤΕΡΑ. Να κάνω ένα τοστ του μικρού. Για το σχολείο.
ΑΝΤΡΑΣ. Α, φοβάμαι πως δε μπορώ να  επιτρέψω κάτι τέτοιο.
ΜΗΤΕΡΑ. Ορίστε;
ΑΝΤΡΑΣ. Σας υπενθυμίζω πως μου ανήκουν όλα εδωμέσα. Η τοστιέρα είναι από τα ελάχιστα καινούρια αντικείμενα. Μία άσκοπη φθορά δε θα της έκανε  καλό. Και στο κάτω κάτω  ας το πάρει άψητο ο μικρός το τοστ. Καλύτερα έτσι.
Μπαίνει ο Γιος.
ΓΙΟΣ. Μαμά, έλα πρέπει να φύγω. Δως μου το τοστ.
ΜΗΤΕΡΑ. (Καθώς το φτιάχνει  γρήγορα και το βάζει σε ένα σακουλάκι) Έλα αγόρι μου τώρα.
ΓΙΟΣ. Άψητο;
ΜΗΤΕΡΑ. Χάλασε η τοστιέρα.
ΓΙΟΣ. (δυσανασχετώντας) Ωωω...
ΑΝΤΡΑΣ. Είναι και πιο υγιεινό μικρέ μου!
Η Μητέρα και ο Γιος φεύγουν από την κουζίνα.

ΣΚΗΝΗ 5. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΣΑΛΟΝΙ/ΜΕΡΑ
Η Μητέρα ξεπροβοδίζει τον Γιο φορώντας του το μπουφάν του.
ΜΗΤΕΡΑ. Άντε γρήγορα. Θ’ αργήσεις και θα μου κάνουν παρατηρήσεις πάλι.
Ο Γιος και η Μητέρα φεύγουν. Με το που κλείνει η πόρτα ακούγεται από μέσα σα να προσπαθεί κάποιος να ανοίξει μια πόρτα.

ΣΚΗΝΗ 6. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ/ΜΕΡΑ

Η Γιαγιά στέκεται έξω από την πόρτα της τουαλέτας και προσπαθεί ανεπιτυχώς να την ανοίξει.
ΓΙΑΓΙΑ. Κόλλησε  το ρημάδι;
Έρχεται ο Άντρας.
ΑΝΤΡΑΣ. Ηρεμήστε, ηρέμηστε. Εγώ την έχω κλειδώσει.
ΓΙΑΓΙΑ. Τώρα που μου ήρθε να κάνω επιτέλους τα κακά μου;
ΑΝΤΡΑΣ. Τα είδη υγιεινής σας είναι σε κακή κατάσταση. Θέλουν όλα αλλαγή, ε; Δεν κρατιέται τίποτα.
ΓΙΑΓΙΑ. Ούτε κι εγώ. Δως μου το κλειδί!
ΑΝΤΡΑΣ. Λυπάμαι, μια επιπλέον φθορά θα τα ταλαιπωρήσει περισσότερο.
ΓΙΑΓΙΑ. Άνοιξε, γιατί θα τα κάνω στο καπέλο σου!
ΑΝΤΡΑΣ. Μα καλά δεν υπάρχει κάποιο βεσεδάκι; Δε μπορούμε να πηγαίνουμε όλοι στην ίδια τουαλέτα.
ΓΙΑΓΙΑ. το έχουμε κάνει αποθηκάκι και δεν το χρησιμοποιήσουμε πια.
ΑΝΤΡΑΣ. Καλώς... για την ώρα ας κάνουμε μια παραχώρηση.
Έρχεται ο Πατέρας.
ΠΑΤΕΡΑΣ. Μα τι γίνεται;
ΑΝΤΡΑΣ. (καθώς έχει βγάλει από την τσέπη του το κλειδί και ξεκλειδώνει την πόρτα) Τίποτα, μην ανησυχείτε. Μια απλή παρεξήγηση, αλλά λύθηκε. Πάμε προς τα έδω εμείς.
Η Γιαγιά μπαίνει άρον άρον μέσα και κλείνει την πόρτα. Ο Άντρας παίρνει τον Πατέρα και πάνε προς το σαλόνι.

ΣΚΗΝΗ 7. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΣΑΛΟΝΙ/ΜΕΡΑ
ΠΑΤΕΡΑΣ. Πώς κοιμηθήκατε;
ΑΝΤΡΑΣ. Ε, τώρα στον καναπέ ξέρετε... Λίγο άβολα, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα τώρα. Κουρέας δεν είστε;
ΠΑΤΕΡΑΣ. Μάλιστα.
ΑΝΤΡΑΣ. Μήπως θα μπορούσατε να μου τα παίρνατε λίγο πίσω; Έχουν μακρύνει και με ενοχλούν.
ΠΑΤΕΡΑΣ. Ευχαρίστως, ελάτε από το μαγαζί. Εδώ πιο κάτω είναι.
ΑΝΤΡΑΣ. Μμμ, να επειδή έχω διάφορες δουλειές σήμερα και δεν ξέρω αν θα προλάβω. Με όλο το θάρρος κιόλας, να σας ζητήσω να μού τα παίρνατε τώρα εδώ λίγο;
ΠΑΤΕΡΑΣ. Μα δεν έχω τα ψαλίδια μου.
ΑΝΤΡΑΣ. Ελάτε, δεν πειράζει και με ένα μεγάλο ψαλίδι θα μπόρουσατε να κάνετε τη δουλειά σας. Θα έχετε κάπου ένα μεγάλο ψαλίδι, ε;

ΣΚΗΝΗ 8. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ/ΒΕΡΑΝΤΑ/ΜΕΡΑ

Ο Άντρας κάθεται σε μια καρέκλα. Από πάνω του ο Πατέρας κρατώντας ένα ψαλίδι κουρεύει τον Άντρα.
ΑΝΤΡΑΣ. (χωρίς να το πιστεύει) Σας έβαλα σε κόπο τώρα.
ΠΑΤΕΡΑΣ. Δεν είναι κόπος, μην το συζητάτε. Άλλωστε τόση υποχρέωση σας έχουμε.
ΑΝΤΡΑΣ. Α, δε θέλω να το βλέπετε έτσι. Ειλικρινά δε θέλω.
Βγαίνει η Μητέρα ντυμένη για να βγει έξω.
ΜΗΤΕΡΑ. Πετάγομαι λίγο για ψώνια. Αν βρω αρνάκι να πάρω;
ΑΝΤΡΑΣ. Α, μπράβο που έχουμε και καιρό να φάμε.
ΑΝΤΡΑΣ. Αρνάκι; Βραδιάτικα; Γιατί να μη φάμε μια σούπα; Είναι και μαλλακτική. Μια σούπα είναι ό,τι πρέπει.

ΣΚΗΝΗ 9. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΤΡΑΠΕΖΑΡΙΑ/ΒΡΑΔΥ

Ο Άντρας, η Μητέρα, η Γιαγιά και το παιδί κάθονται και τρώνε σούπα. Ο Άντρας κάθεται στη θέση του Πατέρα. ΓΙΟΣ. Μαμά δε θέλω να φάω άλλο. (πάει να σηκωθεί)
ΑΝΤΡΑΣ. Νεαρέ μου, δεν είναι... (διακόπτει τη φράση του και κοιτάει τη μητέρα) Με συγχωρείτε για την παρέμβαση... (προς τον μικρό) Δεν είναι ευγενικό.
Ακούγεται κλειδί που προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα κι έπειτα κουδούνι. Η Μητέρα σηκώνεται και ανοίγει. Μπαίνει ο Πατέρας και μαζί με τη Μητέρα κινούνται προς το τραπέζι.
ΠΑΤΕΡΑΣ. Τι, είχατε κλειδώσει;
ΜΗΤΕΡΑ. Αλλάξαμε τις κλειδαριές.
Ο Πατέρας παίρνει ένα παραξενεμένο και θυμωμένο ύφος. Κάθονται στο τραπέζι.
ΑΝΤΡΑΣ. (με χιούμορ) Εγώ είμαι ο δράστης, εγώ! Τόσα ακούμε στις μέρες μας. Μη με παραξηγήσετε, αλλά δεν ξέρω ποιός έχει και ποιός δεν έχει κλειδιά του σπιτιού. Α με συγχωρείτε σας πήρα τη θέση, ε; Καθίστε κάπου. Δοκιμάστε, είναι σπουδαία η σούπα της συζύγου σας.
Η Μητέρα σερβίρει στον πατέρα.
ΑΝΤΡΑΣ. Και πάλι να με συγχωρείτε, αλλά δε θα σας δώσω κλειδιά. Για περισσότερη ασφάλεια. Πρέπει να είναι προσεχτικός κανείς με την περιουσία του. (παίρνοντας την κουτάλα από τη σουπιέρα) Θα ήθελα να πάρω λίγη ακόμα από τη σούπα σας. Νοστιμότατη!

ΣΚΗΝΗ 10. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΣΑΛΟΝΙ/ΒΡΑΔΥ

Όλοι κάθονται μπροστά από την τηλεόραση και χαζεύουν. Ο Άντρας ενώ κάνει ζάπινγκ χασμουριέται.
ΑΝΤΡΑΣ. Να με συγχωρείτε, αλλά εγώ σα να νύσταξα. (σηκώνεται)
ΜΗΤΕΡΑ. Να σας αφήσουμε τότε να κοιμηθείτε, ε;
ΓΙΑΓΙΑ. (προς τον Άντρα) Αν δε σας πειράζει εγώ θέλω να χαζέψω λίγο τηλεόραση. Η δική μου έχει χαλάσει κι ακόμα να μου την αλλάξουνε.
ΑΝΤΡΑΣ. (πηγαίνοντας προς την κρεβατοκάμαρα) Όσο θέλετε. Αρκεί να την έχετε κάπως χαμηλά, γιατί κοιμάμαι πολύ ελαφριά.
ΠΑΤΕΡΑΣ. Ε, πού πάτε;
ΑΝΤΡΑΣ. Α θα κοιμηθώ στην κρεβατοκάμαρα απόψε. Ο καναπές σας με συγχωρείτε, αλλά δεν είναι για ύπνο. Πιασμένος σηκώθηκα. Καληνύχτα! (πάει προς τα μέσα, αλλά κοντοστέκεται – απευθύνεται στη μητέρα με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο) Α, η κυρία μπορεί ασφαλώς να έρθει μέσα. Άλλωστε ο καναπές δε θα σας χωρέσει και τους δύο.
Ο Άντρας πάει προς τα μέσα, οι υπόλοιποι κοιτιούνται απορημένοι.

ΣΚΗΝΗ 11. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΣΑΛΟΝΙ/ΒΡΑΔΥ
Ο Πατέρας στριφογυρνάει στον καναπέ χωρίς να μπορεί να βολευτεί. Η Γιαγιά έχει αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα απέναντι από την τηλεόραση. Ακούγεται άνοιγμα πόρτας. Ο Πατέρας ανασηκώνεται και βλέπει τη Μητέρα με το νυχτικό της. Ο Πατέρας σηκώνεται θυμωμένος προς το σύνθετο και ανοίγει απότομα ένα συρτάρι, από όπου βγάζει το ψαλίδι με το οποίο κούρευε τον Άντρα. Καθ’ όλη τη διάρκεια η Μητέρα τον κοιτάει ακίνητη. Ο Πατέρας κρατάει σφιχτά το ψαλίδι και  καρφώνει πάνω της το βλέμμα του. Η Μητέρα τον κοιτάζει έντρομη. Ο Πατέρας κινείται με γρήγορο βήμα προς τον καναπέ και αρχίζει να του κάνει κάθετες χαρακιές με το ψαλίδι. Η Γιαγιά ξυπνάει,  βλέπει τον Πατέρα να σκίζει τον καναπέ  και τρομάζει.
ΓΙΑΓΙΑ. (κάνοντας τον σταυρό της) Δεν είμαστε καλά. Χριστιανέ μου σταμάτα!
ΠΑΤΕΡΑΣ. Ακόμη δεν άρχισα. Τώρα θα δεις! (πάει και παίρνει ένα επιτραπέζιο μπρούτζινο σκαλιστό ρολόι  και το σπάει)
ΜΗΤΕΡΑ. Αυτό ήταν κειμήλιο της μαμάς.
ΠΑΤΕΡΑΣ. Γι αυτό το ’σπάσα πρώτο!
Έρχεται ο Γιος.
ΓΙΑΓΙΑ. Ορίστε το ξύπνησες και το παιδί!
ΠΑΤΕΡΑΣ. Μη με κοιτάτε! Σπάτε, μπρος! Τίποτα δε θα του αφήσω  όρθιο!

ΣΚΗΝΗ 12. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ/ΒΡΑΔΥ

Ο Άντρας ξυπνάει από  τον θόρυβο, σηκώνεται, πάει προς την πόρτα και την ανοίγει προσεχτικά, για να δει τι γίνεται.

ΣΚΗΝΗ 13. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΣΑΛΟΝΙ/ΒΡΑΔΥ

Ο Πατέρας σπάει τις καρέκλες τις τραπεζαρίας, η Μητέρα έχει ανοίξει τη βιτρίνα και σπάει όλα τα μπιμπελό, η Γιαγιά με ένα σφυράκι σπάει τα βάζα. Ο Γιος στέκεται και παρακολουθεί σαστισμένος.
ΠΑΤΕΡΑΣ. (προς τον Γιο) Ε, μη χαζεύεις εσύ! Βάλε ένα χεράκι.

ΣΚΗΝΗ 14. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ/ΒΡΑΔΥ

Ο Άντρας, που μόλις έχει δει τι γίνεται στο σαλόνι, κλείνει την πόρτα και στέκεται αμήχανος.

ΣΚΗΝΗ 15. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΣΑΛΟΝΙ/ΒΡΑΔΥ
Ο Πατέρας σπάει τα παράθυρα, η Μητέρα έχει βγάλει τα σερβίτσια και τα σπάει, η Γιαγιά τραβάει τα συρτάρια του σύνθετου και τα πετάει όλα έξω, ο Γιος σπάει τη βιτρίνα και παίρνει ένα σοκολατάκι. Βγαίνει ο Άντρας ντυμένος, κρατώντας  τη βαλίτσα του. Τον αντιλαμβάνονται και γυρίζουν να τον κοιτάξουν με περηφάνια για ό,τι έχουν κάνει. Ο Άντρας τους κοιτάει με ψυχρό βλέμμα.
ΠΑΤΕΡΑΣ. (ειρωνικά) Δεν είναι πιο ωραίο έτσι το σαλόνι σου;
ΑΝΤΡΑΣ. (Δεν απαντάει,τούς κοιτάει με πίκρα,  κατεβάζει το κεφάλι του και πάει προς την πόρτα, παίρνει την ομπρέλα, την καμπαρντίνα και το καπέλο του από τον καλόγερο)
ΠΑΤΕΡΑΣ. Εε, πού πας;
Ο Άντρας μειδιά, τους χαιρετάει βγάζοντας το καπέλο, πηγαίνει προς την πόρτα, την ανοίγει και φεύγει, ενώ οι υπόλοιποι κοιτιούνται σαστισμένοι.
ΓΙΑΓΙΑ. Πού να πηγαίνει τώρα;
ΜΗΤΕΡΑ. Μήπως πάει να φέρει την αστυνομία;
ΓΙΑΓΙΑ. Γιατί έφυγε;
ΜΗΤΕΡΑ. (στον Πατέρα) Θα βρούμε τον μπελά μας με τις ιδέες σου!
ΓΙΑΓΙΑ. Θα ξαναγυρίσει;
ΜΗΤΕΡΑ. Μα γιατί να τα κάνουμε όλα αυτά;
ΓΙΟΣ. (προς τον Πατέρα) Μπαμπά εμείς τώρα τι θα κάνουμε;
ΠΑΤΕΡΑΣ. (μικρή παύση-ψάχνοντας τι να απαντήσει) Εμείς... τι να κάνουμε... Προς το παρόν... εδώ.
Ο Γιος κοιτάει τριγύρω του. Ενώ όλοι συνεχίζουν να στέκονται αμήχανοι μέχρι το τέλος, ο Γιος πάει προς το ρολόι που είχε σπάσει πρώτο ο Πατέρας και διαλυμμένο όπως είναι το βάζει στη θέση του. Έπειτα σηκώνει μία μία τις σπασμένες καρέκλες και τέλος αρχίζει να βάζει τα συρτάρια στη θέση τους.

ΤΕΛΟΣ