Ο δολοφόνος της Λεωφόρου
Σενάριο
ΑΦΗΓΗΣΗ και ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ από την ΤΑΙΝΙΑ
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ:
«Σημείωση πρώτη: Μια λεωφόρος. Μια οποιαδήποτε λεωφόρος. Μάλλον σούρουπο. Και ένα αυτοκίνητο που πάει αργά πιο αργά από τα άλλα. Ο οδηγός του μάλλον κάτι ψάχνει. Μπορεί και όχι. Το ράδιο μεταδίδει για ένα δολοφόνο που δρα κοντά στη λεωφόρο. Μια μοναχική απρόσωπη φιγούρα στέκεται στην άκρη του δρόμου. Μόνο με γενικό τον δείχνω.
Σημείωση δεύτερη: Όχι συνηθισμένη αναπαράσταση. Να αυτοσχεδιάσουν οι ηθοποιοί. Δύο ηθοποιοί για ένα ρόλο. Αφού στην ουσία για ένα πρόσωπο μιλάμε. Αλλά μπορεί και για δύο. Αυτό είναι το στοίχημα. Να φανταστούν τον εαυτό τους στην θέση των ηρώων ή του ήρωα με πολλούς τρόπους».
1ος ΗΘΟΠΟΙΟΣ:
«Περιμένω ερώτηση; Ελπίζω να συμβάλλω στο να μην καταλήξουμε. Δεν νομίζω να είναι απαραίτητο αυτό που θα πω αλλά ο καθένας πρέπει να νιώσει κατά κάποιο τρόπο στη ζωή του, διχασμένος».
2ος ΗΘΟΠΟΙΟΣ:
«Η ταινία είναι βουτηγμένη μέσα στο όνειρο, έτσι τη φαντάζομαι. Ο οδηγός είναι άυπνος, κουρασμένος πάρα πολύ και γι’ αυτό έχει και το ασυνείδητό του ελεύθερο. Τώρα … με το συνοδηγό, τον πεζό, τον ακίνητο που τον δέχεται μέσα στο αμάξι του … δεν υπάρχει άμεση επαφή μεταξύ τους».
1ος ΗΘΟΠΟΙΟΣ:
«Ίσως μία περίπτωση να είναι η εξής: Δηλαδή να είναι ο οδηγός, ο οποίος υποδέχεται τον συνεπιβάτη, τον οποίο βλέπουμε ότι είναι ένας άλλος άνθρωπος, ένας οποιοσδήποτε. Εμείς το βλέπουμε αυτό, αυτός όμως τον βλέπει σαν τον εαυτό του. Γιατί αν χάσει κάποιος την ταυτότητά του, μετά όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι».
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ:
«Η διαδρομή δύο ανθρώπων που δεν φωτίζονται καλά. Η θέση της κάμερας. Πάντα ένα πρόβλημα. Όχι στόμφος. Δεν μ’ αρέσει η λέξη ατμόσφαιρα αλλά πρέπει να δημιουργηθεί κάτι σχετικό»
2ος ΗΘΟΠΟΙΟΣ:
«Είχα ξυπνήσει κι είχα πάει στο μπάνιο, με κοίταξα στον καθρέφτη, έσκυψα να πλυθώ …».
1ος ΗΘΟΠΟΙΟΣ:
«Είχα φανταστεί αυτόν το συνεπιβάτη κάτι σαν άγγελο θανάτου, ο οποίος ίσως αυτός να ξέρει που θα πάνε και ποια θα είναι η πορεία τους, δηλαδή μπορεί να είναι και αυτός σωσίας, δηλαδή γίνεσαι ξένος προς τον εαυτό σου γιατί έπαιξες ένα ρόλο κοινωνικά, που δεν σε εκφράζει ουσιαστικά».
2ος ΗΘΟΠΟΙΟΣ:
«Τα πάντα φαίνονται όπως δεν είναι. Ο οδηγός, ο ήρωας του διηγήματος είναι στενά συνδεδεμένος με την παιδική του ηλικία και με τον πατέρα του, έχει κληρονομήσει δηλαδή το φόβο του πατέρα του για έναν επερχόμενο σωσία, για μία συνάντηση με τον εαυτό του. Και ο πατέρας και ο γιος ακολουθούν αυτή τη διαδρομή. Γι’ αυτό λέω ότι η διαδρομή με το αμάξι είναι αέναη, δε σταματάει πουθενά».
2ος ΗΘΟΠΟΙΟΣ:
«Ναι, είναι ωραίο αυτό. Είναι σαν ένας καθρέφτης μέσα σε έναν καθρέφτη, είναι σαν να έχεις δύο καθρέφτες … Ουσιαστικά αυτός ο οδηγός έχει κάνει πολλές φορές τη διαδρομή και πια είναι έτοιμος να υποδεχτεί το σωσία του, δηλαδή τον ίδιο του τον εαυτό».
1ος ΗΘΟΠΟΙΟΣ:
«Πρέπει να έχει ίσως μία διάσταση τελετουργίας ή αναγέννησης ή απόγνωσης, επίσης είναι πολύ σημαντικό το ότι δεν κοιτάζονται αυτοί. Κι αυτό έχει τη σημασία του γιατί όταν θα κοιταχτούν κάτι θα συμβεί, θα έρθει ένα τέλος ή μία αρχή. Όπως στο όνειρο δηλαδή δεν βλέπεις το πρόσωπό σου, τον εαυτό σου γιατί φαντάζομαι ότι αν τον δεις θα ξυπνήσεις, έτσι και στη ζωή αν δεις το σωσία σου ίσως ξυπνήσεις από το όνειρο που λέγεται ζωή».
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ:
«Η διαδρομή αρχίζει. Μόνον ο οδηγός μιλά. Ο άλλος ακούει σιωπηλός τη φωνή του διπλανού του να του λέει ότι μοιάζουν. Ο πρώτος να εξομολογείται, θυμάται τον πατέρα του και την εμμονή του με κάποιον σωσία. Ο άλλος εξακολουθεί να σιωπά. Ο οδηγός σαν να απευθύνεται στον εαυτό του. Φυσικά, το θέμα του είναι ο χρόνος».