Χήρα στρατηγού
Σενάριο
ΣΥΝΟΨΗ
Από τότε που πέθανε ο άνδρας της, ο Ανδρέας, η κυρία Αντωνία, έχει μόνο τη φωτογραφία του να μιλά. Είναι, σχεδόν, σίγουρη ότι εκείνος την ακούει. Αυτή τη σιγουριά της, την μεταβιβάζει και σε μας που την παρακολουθούμε.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η κυρία Αντωνία, για τη γειτονιά, είναι η μισότρελη χήρα του στρατηγού. Μερικές φορές, όπως λέει, νομίζει ότι ακούει το μακαρίτη καθώς μιλά στη φωτογραφία του. Αναρωτιέται και η ίδια μήπως τελικά είναι τρελή. Την παρακολουθούμε να μιλά για τον άνδρα της, το γάμο τους, για τη ζωή της αφού τον έχασε, για το πόσο δύσκολο της είναι να πλησιάσει και να καταλάβει τους ανθρώπους γύρω της. Σε ποιόν απευθύνεται όμως; Στον μακαρίτη στρατηγό μέσω της φωτογραφίας του, στο θεατή ή σε κάποιον άλλο; Είναι στ’ αλήθεια τρελή και απλώς παρακολουθούμε το παραλήρημα της;
Το τέλος, μας δίνει μια απάντηση σαφή, όσο και διφορούμενη.
ΣΚΗΝΗ 1. ΕΞ. ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ. ΜΕΡΑ. ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Μια μαυροντυμένη γυναίκα στέκεται πάνω από έναν τάφο, στη μέση του νεκροταφείου.
ΤΙΤΛΟΣ
Περπατά σε ένα διάδρομο του νεκροταφείου. Σταματά. Βγάζει τα μαύρα λουστρίνια και φορά ένα ζευγάρι παντόφλες που βγάζει από την τσάντα της. Φεύγει με τα λουστρίνια στο χέρι.
ΣΚΗΝΗ 2.ΕΣ. ΣΑΛΟΝΙ. ΜΕΡΑ. ΧΕΙΜΩΝΑΣ (flash back)
Η γυναίκα μπαίνει και κάθεται στον καναπέ. Έχει το βλέμμα χαμηλά. Ύστερα αναστενάζει και η ματιά της πάει πάνω στη σιφονιέρα απέναντί της, όπου βρίσκεται η φωτογραφία ενός άνδρα με στολή αξιωματικού του στρατού.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
(voice over)
Ο Ανδρέας…ο άνδρας μου. Από όταν πέθανε κάθομαι και μιλάω
στη φωτογραφία του. Ξαλαφρώνω…Ξέρεις τι πράγμα είναι να μη μπορείς να μιλήσεις;… Σαράντα χρόνια… Να άκουγε και η φωτογραφία καλά θα ‘τανε.
ΣΚΗΝΗ 3. ΕΣ. ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ. ΝΥΧΤΑ. ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ (flash back)
Η κυρία Αντωνία κάθεται σε μια πολυθρόνα. Φορά το νυχτικό της. Το δωμάτιο είναι σκοτεινό. Εκείνη φωτίζεται από το φως του δρόμου που μπαίνει από το παράθυρο. Κάνει αέρα με μια βεντάλια. Ανοιγοκλείνει το στόμα και κάνει εκφράσεις με το πρόσωπο σα να μιλά σε κάποιον, ο οποίος όμως δεν υπάρχει.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
(voice over)
Όταν ακούω θόρυβο το βουλώνω…Λες να ακούει ,λέω…
Ακούγεται ένας θόρυβος. Παγώνει. Κοιτάζει πίσω της. Σιωπή. Σηκώνεται – αθόρυβα- και στέκεται σε «θέση αναμονής». Ακούγεται κι άλλος απροσδιόριστος ήχος. Βγαίνει από το κάδρο.
ΣΚΗΝΗ 4. ΕΣ. ΝΥΧΤΑ.
Κάθεται σε μια καρέκλα έξω από το μπάνιο. Από το παράθυρο της πόρτας, (ή από τη χαραμάδα στο πάτωμα) βλέπουμε ότι μέσα έχει φως.
Εκείνη κοιτάζει χαμηλά και μιλάει. Κουνάει τη βεντάλια μπροστά στο πρόσωπο της.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Όταν παντρευτήκαμε ήμουνα δέκα οχτώ. Εκείνος τριάντα δύο.
Παιδιά δεν κάναμε…Τυχερά είναι αυτά. Δεν παραπονιέμαι. Ούτε σε
κείνον παραπονέθηκα ποτέ. Τον ντρεπόμουνα...Τον φοβόμουνα
και λίγο.
Στρέφει και κοιτάζει ευθεία μέσα στο φακό. Συνεχίζει.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Οι στρατιωτικοί είναι αυστηροί και μονόχνοτοι. Το ήξερα καλά
από τον πατέρα μου.
Αναστενάζει. Σηκώνεται και πάει στην κουζίνα. Μιλάει καθώς ανοίγει το ψυγείο και βγάζει ένα μπουκάλι νερό.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Κανά δύο μήνες αφού παντρευτήκαμε, μόλις είχα αρχίσει κι εγώ
να ξεθαρρεύω, ένα βράδυ, σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήρε το
μαξιλάρι του και μπήκε στο μπάνιο.
Γεμίζει ένα ποτήρι. Ύστερα, αφού μένει για μια στιγμή να κοιτάζει το ποτήρι, γυρίζει το μπουκάλι και πίνει από αυτό. Συνεχίζει να μιλά καθώς επιστρέφει.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Για μια εβδομάδα κοιμόταν
στη μπανιέρα Όταν τόλμησα να τον ρωτήσω γιατί το κάνει αυτό, γύρισε
και μου είπε πως δε μπορεί να ακούει τη μουρμούρα μου.
Φτάνει στην πόρτα του μπάνιου. Σηκώνει το χέρι της και χτυπάει.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Κοιμάσαι;
Από μέσα ακούγεται ένας θόρυβος. Η κυρία Αντωνία ξανακάθεται. Συνεχίζει.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Δεν έχω παράπονο που δεν κάναμε παιδιά. Τα παιδιά λένε
είναι χαρά. Αλλά χαρά δεν είναι να λες και δύο κουβέντες
με τον άνθρωπό σου; Αυτό είναι το παράπονό μου.
Σηκώνει τη βεντάλια κι αρχίζει να την ανεμίζει.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Στο τέλος έγινα σαν αυτόν. Δε μίλαγα σε άνθρωπο. Αλλά μήπως
έβλεπα και κανέναν; Κι άμα καμιά φορά βρισκόμασταν με κόσμο
κι έκανα να ανοίξω το στόμα μου με λοξοκοίταζε και το ξανάκλεινα.
Με έκανε και μένα φανταράκι. Εκείνον τον έχασα αλλά το κουσούρι ….Πριν λίγο καιρό…
ΣΚΗΝΗ 5.ΕΞ. ΠΛΑΤΕΙΑ. ΜΕΡΑ (flash back)
Η κυρία Αντωνία κάθεται σε ένα παγκάκι. Στο φόντο είναι ένα καφέ-ζαχαροπλαστείο.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
(voice over)
…είχα βγει για έναν περίπατο. Βλέπω τρεις συμμαθήτριες μου από
το πρώτο θηλέων που παίρνουν τον καφέ τους. Είχα ακούσει ότι
και οι τρεις είχανε χηρέψει. Η μία μάλιστα, δεν είχε κλείσει μήνα.
Σε ένα τραπέζι στο καφέ- ζαχαροπλαστείο κάθονται τρεις κυρίες. Κουβεντιάζουν και γελάνε. Μοιάζουν να περνούν καλά.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
(voice over)
Ήτανε και οι τρεις με κάτι μούτρα ίσαμε κει κάτω. Λέω στην
αρχή να πάω να τους μιλήσω. Με το που σηκώνομαι, τις ξανακοιτάζω
και αλλάζω γνώμη. «Σιγά μην πάω να μου μαυρίσουν τη ψυχή»
σκέφτομαι και φεύγω.
Οι τρεις κυρίες σηκώνονται και φεύγουν. Η κυρία Αντωνία καλύπτει το πρόσωπό της για να μην την δουν.
ΣΚΗΝΗ 6.ΕΣ. ΝΥΧΤΑ.
Η κυρία Αντωνία κάθεται στην ίδια θέση έξω από το μπάνιο. Εξακολουθεί να ανεμίζει τη βεντάλια. Στρέφει και κοιτάζει μέσα στο φακό. Χαμογελάει. Κατεβάζει τη βεντάλια.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Ψέματα . Δεν έγινε έτσι. Ήθελα μόνο να δω πως είναι να λες
ένα ψέμα…όπως τα λένε οι γυναίκες στους συζύγους τους.
Το χαμόγελο σβήνει από το πρόσωπό της. Παίρνει το βλέμμα της και συνεχίζει.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Δεν τους μίλησα γιατί ντράπηκα. Τι να τους πω; Μήπως είχα και τίποτα
να πω; Μην κοιτάς τώρα. Εκείνες με ξέρανε. Δεν είναι το ίδιο…Μου κακοφάνηκε όμως. Μα να μην μπορώ να πω κουβέντα με άνθρωπο…; Σα να είχα πεθάνει κι εγώ.
Καθόμουνα το άλλο πρωί, βαλαντωμένη και έπαιρνα τον καφέ μου και… δεν ξέρω πως μου ‘ρθε, μ’ έπιασε μια χαρά, ένα κέφι. Σηκώνομαι και βγαίνω έξω. Να μιλήσω με κάποιον. Τον πρώτο που θα δω μπροστά μου. Μπαίνω στο φούρνο…
ΣΚΗΝΗ 7.ΕΣ. ΦΟΥΡΝΟΣ. ΜΕΡΑ (flash back)
Η κυρία Αντωνία στέκεται πίσω από δύο γυναίκες που με τη σειρά τους στέκονται πίσω από μια τρίτη η οποία εξυπηρετείται εκείνη την ώρα.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
(voice over)
…είναι δύο γυναικούλες μπροστά μου και κουβεντιάζουν. Τις
ακούω και περιμένω την ευκαιρία να μπω κι εγώ στην κουβέντα.
ΓΥΝΑΙΚΑ Α
… ποντίκι; Αληθινό;
ΓΥΝΑΙΚΑ Β
Αληθινότατο! Μάλιστα!
ΓΥΝΑΙΚΑ Α
Μνησθητί μου, κύριε!
ΓΥΝΑΙΚΑ Β
Έχω ακούσει για μαϊμούδες, για τα άλλα πως τα λένε, με τα αυτιά…
ΓΥΝΑΙΚΑ Α
Τα μεγάλα;
ΓΥΝΑΙΚΑ Β
Τα μεγάλα!
ΓΥΝΑΙΚΑ Α
Δεν είμαστε καλά!
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
(διστακτικά)
Εγώ άλλο θα ‘θελα να ξέρω. Τι θα τρώει το ζώο;
Οι δύο γυναίκες αιφνιδιάζονται. Την κοιτάζουν με απορία. Ύστερα σηκώνουν τους ώμους δηλώνοντας την άγνοιά τους. Ξαναστρέφουν η μία στην άλλη και μετά μπροστά. Η τρίτη πελάτισσα φεύγει και η μία από τις δύο παίρνει τη θέση της.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
(voice over)
Η κουβέντα τελείωσε εκεί.
ΣΚΗΝΗ 8. ΕΣ. ΜΑΝΑΒΙΚΟ. ΜΕΡΑ (flash back)
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Μετά πήγα από τον μανάβη(v.o.)
-Καλημέρα, κύριε Γιάννη (on)
…του λέω (v.o.)
Κος ΓΙΑΝΝΗΣ
-Καλημέρα κυρία Αντωνία.(on)
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
...μου λέει (v.o.)
-Ένα κιλό ντομάτα, θέλω (on)
…του λέω(v.o.)
-Και να μου διαλέξετε ένα ωραίο πεπονάκι (on)
Κος ΓΙΑΝΝΗΣ
-Ότι θέλετε.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
…μου λέει και σκύβει να βάλει τις ντομάτες. Εγώ είμαι έτοιμη να
αρχίσω να του παινεύω τα ζαρζαβατικά να ανοίξω κουβέντα
και τον βλέπω που σταματάει με μια ντομάτα στο χέρι και την κοιτάζει
λες και κρατάει σκατά, με το συμπάθιο.(v.o.)
-Τι είναι κύριε Γιάννη; (on)
…ρωτάω και βάζει τα κλάματα.(v.o.)
Κος ΓΙΑΝΝΗΣ
-Η γυναίκα μου(on)
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
…λέει(v.o.)
-Τι έπαθε η γυναίκα σου(on)
…ρωτάω(v.o.)
Κος ΓΙΑΝΝΗΣ
-Μπήκε στο νοσοκομείο(on)
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
-Τι έπαθε;(on)
…ξαναρωτάω(v.o.)
Κος ΓΙΑΝΝΗΣ
-Δεν της βρίσκουνε τίποτα(on)
…μου λέει και ποτάμι το δάκρυ. Μου έκανε την καρδιά
περιβόλι.(v.o.)
ΣΚΗΝΗ 9. ΕΣ. ΝΥΧΤΑ
Η κυρία Αντωνία στέκεται μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο της σκηνής 3. Το δωμάτιο εξακολουθεί να φωτίζεται-όσο φωτίζεται- από το φως του δρόμου. Σκύβει το κεφάλι έξω από το παράθυρο και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Γυρίζει κι επιστρέφει έξω από το μπάνιο.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Έβαλε αεράκι. Εσύ δε ζεσταίνεσαι; Αν θες…νερό έχεις,
μπανιέρα έχεις.
Κάθεται και πάλι στην καρέκλα.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Έκανα να ξαναβγώ από το σπίτι…
Ολοκληρώνει το νόημα της φράσης με μια κίνηση του χεριού.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Τώρα πια, πάω μόνο στο μπακάλη, για τα χρειαζούμενα.
Κατεβαίνω και στο πεζοδρόμιο να ταΐσω τις γάτες.
Με αυτές μιλάω… Με τους ανθρώπους τι να πεις; Άλλος δεν ακούει, άλλος
δεν καταλαβαίνει…Μπορεί να μην καταλαβαίνω κι εγώ!
Τις προάλλες- δεν είχε φωτίσει ακόμα- κατέβηκα με λίγο γάλα για τις γάτες.
Κάποιος έψαχνε στα σκουπίδια. Σκουπιδιάρης λέω, θα ‘ναι.
ΣΚΗΝΗ 10.ΕΞ. ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ. ΝΥΧΤΑ (flash back)
Η κυρία Αντωνία αποθέτει στο πεζοδρόμιο ένα πήλινο κεσεδάκι. Ύστερα μπαίνει στο σπίτι. Ο άνδρας πλησιάζει. Σκύβει και πιάνει ένα γατάκι που πίνει γάλα και το φέρνει μπροστά στο πρόσωπο του. (Πρόσωπο βρώμικο, μαλλιά μακριά ανάκατα). Στο στόμα έχει μια σβησμένη γόπα. Ύστερα παίρνει το κεσεδάκι και χύνει το γάλα, αργά- αργά, στο φρεάτιο.
ΑΝΔΡΑΣ
Πούστικο! Για πιες το, τώρα!
Η κυρία Αντωνία παρακολουθεί τη σκηνή από το παράθυρό της.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
(v.o.)
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι! Παίρνω από το ψυγείο, μισό πεπόνι
και του το πετάω.
Το πεπόνι σκάει στο οδόστρωμα. Ο άνδρας, ατάραχος, κοιτάζει την κυρία Τόνια, αφήνει το γατί και πιάνει το πεπόνι. Το μυρίζεται.
ΑΝΔΡΑΣ
(on)
Να ‘σαι καλά, κυρά μου. Εφτά χρόνια έχω να βάλω πεπόνι στο στόμα μου.
ΣΚΗΝΗ 11. ΕΣ. ΝΥΧΤΑ.
Η κυρία Αντωνία, κάθεται στην ίδια θέση, έξω από το μπάνιο.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Κι άλλα τόσα το ‘χα και γω στο ψυγείο…Που λέει ο λόγος!
Αλλά το έφαγε!
(στο φακό). Πες μου τώρα εσύ, τι καταλαβαίνεις; Γιατί εγώ…χαμπάρι!
…Ξέρω γω. Μπορεί να το έχω χάσει και δεν καταλαβαίνω.
Στη γειτονιά πάντως, έτσι λένε. Με έχουνε για θεόμουρλη.
Σωπαίνει. Στο ένα χέρι η βεντάλια, στο άλλο ένα περίστροφο. Συνεχίζει.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Έτσι θα λες και συ, ε; Μπήκες να κλέψεις κι έπεσες στην τρελή
με το πιστόλι. Το κληρονόμησα από τον άνδρα μου. Μου άφησε και το σπαθί του.
Κοτζάμ στρατηγός!
Σωπαίνει και πάλι. Ρίχνει μια ματιά σε ένα ρολόι τοίχου. Ύστερα σηκώνεται και πάει στην εξώπορτα. Γυρίζει το κλειδί δύο φορές. Επιστρέφει έξω από το μπάνιο.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Ξημερώνει. Θα σε ξεκλειδώσω και θα πάω να πέσω. Μην ξαναπηδήσεις από το παράθυρο και σπάσεις κανά πόδι. Στο τραπεζάκι, δίπλα στην πόρτα, έχω το πορτοφόλι μου. Πάρε ότι νομίζεις…για τον κόπο σου.
Γυρίζει και το κλειδί της πόρτας του μπάνιου. Κάνει να φύγει αλλά σταματά. Στρέφει και κοιτάζει πίσω.
Κα ΑΝΤΩΝΙΑ
Ευχαριστώ!
ΣΚΗΝΗ 12. ΕΞ. ΞΗΜΕΡΩΜΑ.
Από την πόρτα ενός διώροφου νεοκλασικού βγαίνει ένας άνδρας. Φεύγει βιαστικά. Στο ανοιχτό παράθυρο του ορόφου εμφανίζεται η φιγούρα της κυρίας Αντωνίας. Κρατά τη βεντάλια της. Κλειστή.
ΤΙΤΛΟΙ ΤΕΛΟΥΣ
ΧΗΡΑ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ
Λίστα διαλόγων
Κάθομαι και μιλάω στη φωτογραφία του από τότε που…
Η φωτογραφία μου έμεινε…
Ξαλαφρώνω…Ξέρεις τι πράγμα είναι να μη μπορείς να μιλήσεις;… Πενήντα δύο χρόνια…
…τώρα ότι έχω και δεν έχω του το λέω!
…Να άκουγε και η φωτογραφία…
Άμα ακούω τίποτα το βουλώνω…!
Λες να ακούει ,λέω…
Όταν παντρευτήκαμε ήμουνα δέκα οχτώ. Εκείνος τριάντα δύο.
Παιδιά δεν κάναμε....
Ότι λάχει στον καθένα. Δεν του παραπονέθηκα ποτέ. Τον ντρεπόμουνα... Τον φοβόμουνα και λίγο.
Οι στρατιωτικοί είναι αυστηροί, μονόχνοτοι. Το ήξερα
από τον πατέρα μου.
Κανά δύο μήνες μετά που παντρευτήκαμε, μόλις είχα αρχίσει κι εγώ να ξεθαρρεύω...
...ένα βράδυ, σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήρε το μαξιλάρι του και μπήκε στο μπάνιο.
Για μια εβδομάδα κοιμόταν στη μπανιέρα.
Όταν τον ρώτησα γιατί, γύρισε και μου είπε πως δε μπορεί να ακούει τη μουρμούρα μου.
Μετά είπα μια κουβέντα εγώ και...
Κοιμάσαι; Κοιμάσαι;
Δεν έχω παράπονο που δεν κάναμε παιδιά. Είναι χαρά λένε τα παιδιά .
Αλλά χαρά δεν είναι να λες και δύο κουβέντες
με τον άνθρωπό σου; Αυτό είναι το παράπονό μου.
Στο τέλος έγινα σαν αυτόν. Δε μίλαγα σε άνθρωπο. Αλλά μήπως έβλεπα και κανέναν; Κι άμα καμιά φορά βρισκόμαστε με κόσμο κι έκανα να ανοίξω το στόμα μου με στραβοκοίταζε και το ξανάκλεινα.
Με έκανε και μένα φανταράκι. Εκείνον τον έχασα αλλά το κουσούρι ….Πριν λίγο καιρό...
…είχα βγει περίπατο. Βλέπω τρεις συμμαθήτριες μου από
το πρώτο θηλέων που παίρνουν τον καφέ τους. Είχα ακούσει ότι και οι τρεις είχανε χηρέψει. Η μία μάλιστα, δεν είχε κλείσει μήνα.
Ήτανε και οι τρεις με κάτι μούτρα ίσαμε κει κάτω. Λέω στην αρχή να πάω να τους μιλήσω. Με το που σηκώνομαι, τις ξανακοιτάω και αλλάζω γνώμη. «Σιγά μην πάω να μου μαυρίσουν τη ψυχή» σκέφτομαι και φεύγω.
Ψέματα. Δεν έγινε έτσι. Ήθελα μόνο να πω…
...πως λένε καμιά φορά οι γυναίκες ψέματα στους άνδρες τους...
Δεν τους μίλησα γιατί ντράπηκα. Τι να τους πω; Μήπως είχα και τίποτα να πω; Μην κοιτάς τώρα. Εκείνες με ξέρανε. Δεν είναι το ίδιο…Μου κακοφάνηκε όμως. Μα να μην μπορώ να πω κουβέντα με άνθρωπο…; Σα να είχα πεθάνει κι εγώ.
Καθόμουνα το άλλο πρωί, βαλαντωμένη και έπαιρνα τον καφέ μου και… δεν ξέρω πως μου ‘ρθε, μ’ έπιασε μια χαρά, ένα κέφι. Σηκώνομαι και βγαίνω έξω. Να μιλήσω με κάποιον. Τον πρώτο που θα δω μπροστά μου. Μπαίνω στο φούρνο…
…είναι δύο πελάτισσες μπροστά μου και κουβεντιάζουν. Τις
ακούω και κοιτάζω να μπω κι εγώ στην κουβέντα.
Αληθινό;
Αληθινότατο παιδί μου! Το είπανε και στην τηλεόραση. Είναι μόδα λέει. Αλλά αυτός πες είναι διάσημος. Η ξαδέρφη μου, που δουλεύει σε μια ξένη τράπεζα, τους κάλεσε ο διευθυντής...
...να τους κάνει το τραπέζι, στο σπίτι του, με μάγειρα, σερβιτόρους και όλα και είχε λέει η γυναίκα του ένα ίδιο αλλά από τα άλλα, πως τα λένε να δεις..., με τα αυτιά;
Τα μεγάλα;
Τα μεγάλα αυτιά!
Α, τα αυτιά! Όχι...;
Τα αυτιά! Κι εκεί που σερβίρονται, κάνει έτσι η κυρία και το βάζει στο τραπέζι...
Τι λες τώρα;
Της ήρθε να ξεράσει της ξαδέρφης μου. Γυρίζει στον αρραβωνιαστικό της τον Κώστα και του λέει: «πάμε, δεν είμαι καλά».
Εμ!
Καλά. η ξαδέρφη μου είναι και λίγο υποχόνδρια...
Ααα!
... αλλά στο τραπέζι πια; Μέσα στο πιάτο;
Θα ξεράσω...
Και... έφαγε στο τέλος;
Η ξαδέρφη μου;
Έφυγε...
Α...!
Και το ζωντανό;
Τι;
Έτρωγε;
Μάλλον...
Τι φαΐ είχανε;
Η κουβέντα τελείωσε εκεί.
Μετά πήγα από τον μανάβη.
Κύρ Γιάννη, καλημέρα! …του λέω
Καλημέρα! ...μου λέει .
Ένα κιλό ντομάτα, θέλω …του λέω. Και να μου διαλέξετε ένα ωραίο πεπονάκι.
Ότι θέλετε...
…μου λέει και σκύβει να βάλει τις ντομάτες. Εγώ είμαι έτοιμη να αρχίσω να του παινεύω τα ζαρζαβατικά να ανοίξω κουβέντα και τον βλέπω που σταματάει με μια ντομάτα στο χέρι και την κοιτάζει λες και κρατάει σκατά, με το συμπάθιο.
Τι είναι κύριε Γιάννη; …ρωτάω και βάζει τα κλάματα..
Η γυναίκα μου... …λέει.
Τι έπαθε η γυναίκα σου; …ρωτάω.
Μπήκε στο νοσοκομείο.
Τι έπαθε; …ξαναρωτάω.
Δεν της βρίσκουνε τίποτα αλλά εκείνη πονάει, λέει... Τι θα κάνω, τι θα κάνω;
Μου έκανε την καρδιά περιβόλι....
Έβαλε αεράκι. Εσύ δε ζεσταίνεσαι; Αν θες…νερό έχεις, μπανιέρα έχεις.
Έκανα να ξαναβγώ από το σπίτι…
Τώρα πια, πάω μόνο στο μπακάλη, για τα χρειαζούμενα.
Κατεβαίνω και στο πεζοδρόμιο να ταΐσω τις γάτες.
Με αυτές μιλάω… Με τους ανθρώπους τι να πεις; Άλλος δεν ακούει, άλλος
δεν καταλαβαίνει…Μπορεί να μην καταλαβαίνω κι εγώ!
Τις προάλλες- δεν είχε φέξει ακόμα- κατέβηκα με λίγο γάλα για τις γάτες.
Κάποιος έψαχνε στα σκουπίδια. Σκουπιδιάρης λέω, θα ‘ναι.
Πούστικο! Για πιες το, τώρα!
Παλιοβρωμιάρη…!
Να ‘σαι καλά, κυρά μου. Εφτά χρόνια έχω να βάλω πεπόνι στο στόμα μου.
Κι άλλα τόσα το ‘χα και γω στο ψυγείο…Που λέει ο λόγος δηλαδή!
Αλλά το έφαγε!
Πες μου τώρα εσύ, τι καταλαβαίνεις; Γιατί εγώ…χαμπάρι!
…Ξέρω γω. Μπορεί να το έχω χάσει και δεν καταλαβαίνω.
Στη γειτονιά πάντως, έτσι λένε. Με έχουνε για θεόμουρλη.
Έτσι θα λες και συ, ε; Μπήκες να κλέψεις κι έπεσες στην τρελή με το...
Το κληρονόμησα από τον άνδρα μου. Μου άφησε και το σπαθί του.
Κοτζάμ στρατηγός!
Θα σου ανοίξω και θα πάω να πέσω.
Μην φύγεις από το παράθυρο και σπάσεις κανά πόδι. Στο τραπεζάκι, όπως θα βγαίνεις, έχω το πορτοφόλι μου. Πάρε ότι νομίζεις… για τον κόπο σου.
Ευχαριστώ!